|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαγειρειό? — — ξεφωνώ — ανεγνωρισμένως — αναιρετικός — δύσπεπτος — τρεμουλιάρικο — εξαγριώνω — κάλιο — ἀνάστημα — αξιοθρήνητος — καταδολιεύομαι — κύρος — μεγαλοπιάνομαι — τρεμάμενος — φυγοδικέω — κατάκαυση — πολυζώητος — ξαπλώστηρα — διαθέσιμος — γνεθολογάω — τρεμοφέγγισμα — κονσερβοκούτι |
|||