|
1. похожий на курицу; 2. : τά ~ή — хохлатые птицы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово похожий на курицу? — ορνιθοειδής как с (ново)греческого переводится слово ορνιθοειδής? — похожий на курицу — διχάλι — πρωτομαγιάτικος — ταραμάς — μυροπώλις — ναρκισσιστικός — φασίολος — εριννύς — πασπάλισμα — αναντάλλαχτος — οφθαλμιατρείο — σαβουρρώνω — άχριστος — καυχησιολόγος — αντιστάθμιση — λουλάκι — κορδακισμός — αποβλητέος — κισσοφούντωτος — κακογουστιά — σπήτι — φουντουκύς |
|||