Новогреческий словарь
αρμενοβέλονο
αρμενοβέλονο
το
игла для сшивания парусов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
игла для сшивания парусов
? —
αρμενοβέλονο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμενοβέλονο
? — игла для сшивания парусов
#
(ново)греческий словарь
—
οδυρμός
—
δεκατιστής
—
αλκυώνα
—
δίστιγμο
—
γκρί
—
βραχύχρονος
—
αντιμολία
—
αποσφράγιση
—
κουτσοδουλειά
—
λίστρον
—
απαιδιά
—
μίτρα
—
μικροσεισμοί
—
πωματοκοχλίας
—
έμμορφος
—
κατευόδωση
—
σκωληκοειδής
—
ζωστικό
—
κατέρχομαι
—
χρηματοπιστωτικός
—
βιβλιοθήκη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве