|
подрезывать ветки (у деревьев) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрезывать ветки? — κλαδολογάω как с (ново)греческого переводится слово κλαδολογάω? — подрезывать ветки — ατίμασμα — δέλτα — ατμάκατος — άφευκτος — στοκ — σκιρωνοβορρας — χαλυβόχρους — πλινθοδομία — μαυροθαλασσίτικος — κόττερο — λαχταρώ — κοινοβουλευηκός — μπονόρα — σφιχτοχεριά — μικρουλάκι — απόρημα — ατομιστρια — χρυσογόνος — ενεχυροδανειστής — διάβρωμα — τυμπανιαίος |
|||