ψυχοπλακώνομαι

формы словаβ
ψυχοπλακώνομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ψυχοπλακώνομαι? —


επουλώσιμοςεβραϊκήαποθηλασμόςανθογυάλιενσφραγίζωμονόγλωσσοςτεχνουργικόςφυτοπαθολογίαχατιράκιεπανευρίσκωματινάδαασυσχέτιστοςάπτεροςφηρίκιεξεικονίζωσιδηρουργόςερείδομαιφυγάδαςεπανάκλησιςφορτισμένοςκινησιοθεραπευτής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit