|
ο тот(__,__) кто финансирует #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто финансирует? — χρηματοδότης как с (ново)греческого переводится слово χρηματοδότης? — тот, кто финансирует — εμβάς — μεσιάζω — αποσιγάζω — εξολίσθησις — ουρηθρίτιδα — μικρομέλεια — αντιστέκομαι — θερμαντικός — υπακοή — τάχος — τέντζερες — χημειοτροπικός — ευκαιριακός — αναγκαιώ — λεβέντισσα — πλαστούργημα — βουλωτήρι — απαρχής — διηρημένος — πεφωτισμένος — μηλαφάνα |
|||