|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλληθωρίζω? — — άφραστος — ολιγόψυχος — επιτροπεία — εγκληματικότητα — διαμφισβητούμενος — συμφεροντολόγος — μπατζανάκαινα — οδηγήτρια — φρονιμεύω — αμφικάλυμμα — μονάφτης — ακρόαμα — κάρπισμα — εμβολίαση — αναπλέω — τριβόλισμο — ανάκουος — ενοφθαλμία — αλφαδιάζω — φόρμα — ανανθής |
|||