Новогреческий словарь
απόλιγος
απόλιγ|ος
немногий
;
βάλε μας νά πιούμε ~ο — [phrase]налей нам понемногу[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
немногий
? —
απόλιγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόλιγος
? — немногий
#
(ново)греческий словарь
—
ζοχάρι
—
τριανδρία
—
καραμπινάτος
—
υποτομέας
—
λάγνος
—
λυκειόπαιδο
—
πάγιος
—
διακλάδωση
—
επόπτης
—
χάβω
—
παγγενεσία
—
καταχώνομαι
—
ανεκπλήρωτος
—
αναδοσιά
—
ξετσιπώνω
—
συμπεθερικός
—
ζαρτινιερα
—
απορριξιμιό
—
δίζυγος
—
κένωμα
—
αναρριχώμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве