|
το изделие(__,__) вырезанное из дерева #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изделие, вырезанное из дерева? — ξυλόγλυπτο как с (ново)греческого переводится слово ξυλόγλυπτο? — изделие, вырезанное из дерева — μαυροκίτρινος — τερματίζομαι — κυβίζω — ριπαίος — ασυνταξία — δεντρογαλιά — ηπατεκτομή — μελτζάνα — τσιριξιά — δισταχτικότητα — ουλαμός — αυτοκτονικός — μομιοποίηση — κλειδωνάς — συμπιλώ — υποδικοκατάδικοι — αστάθεια — αναθεωρητισμός — κρεατόσουπα — εκατονταετία — υπαρξισμός |
|||