|
високосный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово високосный? — δίσεχτος как с (ново)греческого переводится слово δίσεχτος? — високосный — συμπερασμός — αδροσος — γλυκανθής — επέστην — αλάσπωτος — επιδεικτικός — λωποδύταρος — συμπαρακάθημαι — στρωτήρας — διατετιμημένος — απρόληπτος — αίτιο — φύλαρχος — διαβολοτεχνίδια — βυσσινής — ακροβατικό — φορβή — διηνεκής — διφορούμαι — ξανακουράζομαι — ζόρεμα |
|||