|
η торговка овощами, зеленью [x:trans]торговка овощами,торговка зеленью[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговка овощами? — λαχανοπωλίτρια как на (ново)греческом будет слово торговка зеленью? — λαχανοπωλίτρια как с (ново)греческого переводится слово λαχανοπωλίτρια? — торговка овощами, торговка зеленью — αφκιασίδωτος — θεόκουτος — αξεσκέπαστος — σπανακόπιττα — επίλοιπος — ξεποδαριασμένος — σαλπιγγίτιδα — μεταλλάκτης — ράδιο — αλκαλοειδές — ανασκαφή — δερβενάκι — σουρεαλιστικός — σμάραγδος — άθραυστος — εγκεχυμένος — ακάπνιστος — κελλιώτης — απαράβαλτος — μαλώνω — διαστημάνθρωπος |
|||