|
αόρ. от στρέφομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εστράφην? — — βαγαπόντικο — στάλα — υπέρθεση — χειροσκοπία — ανύχι — καυχησιολογώ — συριστός — ζοφός — λαοπρόβλητος — λιθοβόλος — σοκολατένιος — τευτονικός — στοά — έμμηνα — μεταλαμβάνω — γραμματοθυλάκιον — μαχαιροπίρουνο — ράντα — αριθμολόγηση — πασσαλόπηκτος — φυλάκιση |
|||