Новогреческий словарь
αναστιγματίζω
αναστιγματίζω
снова клеймить, позорить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снова клеймить
? —
αναστιγματίζω
как на
(ново)греческом
будет слово
позорить
? —
αναστιγματίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστιγματίζω
? — снова клеймить, позорить
#
(ново)греческий словарь
—
ράγια
—
σαγματοποιία
—
μυτίζω
—
πολυπράγμονας
—
εντάφιος
—
σύναπάντημα
—
απομουδιάζω
—
γιορτιάτικος
—
χερόβολο
—
υπολανθάνω
—
ψηφοθέτηση
—
γενιά
—
αξιέπαινος
—
αμφιβληστροειδής
—
αναρριχτά
—
εκλέγεσθαι
—
ψωραλέος
—
ενανθράκωσις
—
ψαθοποιείο
—
μπούας
—
κρασοβόλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,