|
ж.р. вулканология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вулканология? — ηφαιστειολογία как с (ново)греческого переводится слово ηφαιστειολογία? — вулканология — ξεχώρισμα — φαινομενοκρατία — απαμβλύνω — αρατίζω — υπεργλυκαιμία — αποτυγχάνω — γκοφός — μιλλι-βόλτ — φεγγαρήσιος — οκτάτομος — θειώδης — κυβευτής — αναμορφωτικός — γαϊτανοφρύδης — μεταμοντερνίστρια — τσινώ — επιφωνηματικός — παρακμάζω — διατσέντο — υπογένειον — δουλοπρέπεια |
|||