Новогреческий словарь
καλαπόδι
καλαπόδι
το
колодка
(для обуви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колодка
? —
καλαπόδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλαπόδι
? — колодка
#
(ново)греческий словарь
—
ελαφροπιστία
—
πολυθέλω
—
σκαπτικός
—
κάργια
—
ακόσμητος
—
ξεμπροστιάζω
—
θαμώνας
—
βασίλεμα
—
υπέρογκος
—
δεκαοχταετία
—
κοινοποιώ
—
χλωριούχος
—
ελατόξυλο
—
θηρευτική
—
αξιοπιστία
—
προσάρτηση
—
δείγμα
—
νοεμβριάτικος
—
ακούνιστος
—
γαζώνω
—
ψίλωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве