|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αθύρω? — — λαφοκέρατος — ελκυσμό — αποκλείνω — γαστρεντερολόγος — γύρωθεν — καρδιοχειρουργική — ξεμυγιαστήρι — κρησαρίζω — μειοβένθος — γκανιάζω — ανθοπώλιδα — αποχιονιστικός — καλοκαιρεύω — λογείον — είχα — προεξοφλώ — λευκασμένος — παρομοίως — εύπηκτος — ενανθράκωσις — βασιλεύω |
|||