αθύρω

формы словаβ
αθύρω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αθύρω? —


λαφοκέρατοςελκυσμόαποκλείνωγαστρεντερολόγοςγύρωθενκαρδιοχειρουργικήξεμυγιαστήρικρησαρίζωμειοβένθοςγκανιάζωανθοπώλιδααποχιονιστικόςκαλοκαιρεύωλογείονείχαπροεξοφλώλευκασμένοςπαρομοίωςεύπηκτοςενανθράκωσιςβασιλεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit