|
шестнадцать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестнадцать? — δεκαέξ как с (ново)греческого переводится слово δεκαέξ? — шестнадцать — Βλάχικα — θλίψη — αγρίλλιαγος — συμβατικότητα — γαλλήσιος — ψυχολογιαρχία — ανασκολοπίζω — ασφαλτόπλινθος — ξάγναντα — διοργανωτής — ασυκοφάντητος — δημοσκόπηση — χαλικόστρωτος — υφασμάτινος — ξεκόλλημα — ντόγα — χερουβικός — πολυξακουσμένος — μελανότης — αντιστρεπτός — διαμαρτυρικό |
|||