Новогреческий словарь
δίκωχος
δίκωχ|ος
имеющий два угла
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий два угла
? —
δίκωχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίκωχος
? — имеющий два угла
#
(ново)греческий словарь
—
σκούτερ
—
σεργιανάω
—
φωνοκινητικός
—
χαζογκόμενα
—
ημιφάτνωτος
—
ενθουσιάζομαι
—
αλλότροπο
—
πάγω
—
αγγαρεία
—
τρισένδοξος
—
δασότοπος
—
ανεχέγγυο
—
αποσύκισμα
—
υπόσκιος
—
σωματεμπόριο
—
καταβυθίζω
—
κωπηλατώ
—
αυτοκάμωτος
—
διασκεδαστικότητα
—
λιανικά
—
αυτοδηλητηριάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,