Новогреческий словарь
στερεοτυπία
στερεοτυπία
η 1) полигр.
стереотипия
;
2)
стереотипность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стереотипия
? —
στερεοτυπία
как на
(ново)греческом
будет слово
стереотипность
? —
στερεοτυπία
как с
(ново)греческого
переводится слово
στερεοτυπία
? — стереотипия, стереотипность
#
(ново)греческий словарь
—
μπάσσο
—
ηλικιώτης
—
κλεφτά
—
κατόρθωμα
—
αλγομανία
—
ξεκοιλιάζομαι
—
επίξηρος
—
λαρυγγόφωνα
—
Ιλλυρία
—
κουκκίζω
—
επακουμβητήριον
—
αρέσκομαι
—
συνηθίζομαι
—
μισοαποικιακός
—
ραδιοτηλεπικοινωνία
—
αλεκτοροειδής
—
εύηχος
—
δημεγερσία
—
κρημνίζω
—
τσαχπίνικος
—
ακορνάριστα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве