|
ο шлифовальщик, полировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлифовальщик? — λειαντής как на (ново)греческом будет слово полировщик? — λειαντής как с (ново)греческого переводится слово λειαντής? — шлифовальщик, полировщик — κόλο — μαουνιέρης — θερμαντήρ — εξεικόνιση — μακροβιότητα — μπανίζω — νιά — δημηγορία — ταψί — μαχμούρλίδισσα — ανηλικιότητα — λιπουρία — ξεφλουδισμένος — εταιρικός — αυτοματική — αιμάσσων — γαρνί — μπεζεβέγκης — γενναιοπρεπής — εισαι — απερήμωση |
|||