|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαβολικά? — — υπόβαθρο — χειροπιαστός — ψηλαφιστός — επιμέτρηση — διατρέφομαι — κακοσούρης — μπιστολίζω — ολοήμερος — λιανοπουλητής — ανακρίνω — πορδοκλάνω — ψαρότρατα — καταβόλευμα — απόνοχτος — φλόγωμα — άρχων — αντράλα — τσίμπλα — δασύστερνος — αυταρχία — όλος |
|||