Новогреческий словарь
επισκοπεία
επισκοπεία
η 1)
сан епископа
;
2)
епископат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сан епископа
? —
επισκοπεία
как на
(ново)греческом
будет слово
епископат
? —
επισκοπεία
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισκοπεία
? — сан епископа, епископат
#
(ново)греческий словарь
—
Φωτούλα
—
μύωμα
—
συνεργώ
—
μπούχτισμα
—
υπερταξικός
—
αλτήρας
—
δίμιτο
—
εμπειροτέχνης
—
αιματόχρους
—
σακκουλήσιος
—
φρικασσές
—
μαγκούφης
—
βλόγια
—
ελαφοειδής
—
αστραποβόλημα
—
εγκατοπτρισμός
—
εξοργισμένος
—
τλήμων
—
γείσος
—
παλούκι
—
σαπούνισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,