|
ο печь; духовка; απολυμαντικός ~ — дезинфекционная камера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово печь? — κλίβανος как на (ново)греческом будет слово духовка? — κλίβανος как с (ново)греческого переводится слово κλίβανος? — печь, духовка — κλωτσοπατινάδα — αλλιώτικος — εξελιγμένος — αμείωτος — απόθλιμμα — πολυτεχνίτης — ρεμάλι — ωολεύκωμα — εκρέω — καυκάσιος — κομπώνομαι — υπάνθρωπος — ανθρωπολατρικός — αγκαθάρα — γκεστίζω — πλεμόνι — καταπλακώνω — αυτοκυβέρνητος — μιτάρι — συνδυάζω — ομογνωμοσύνη |
|||