|
το стилизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стилизация? — στυλιζάρισμα как с (ново)греческого переводится слово στυλιζάρισμα? — стилизация — χυδαιοποίηση — πηρομέλεια — ρεπορτάζ — διαταράζω — επιπλοποιία — βλεφαρίζω — σιγαρόχαρτο — συνταγολόγιο — γαιανθρακοφόρος — μπανέλλα — εμπνεύστρια — άβαφος — βίζα — ερωτοχτυπημένος — κατεβασιά — πικραμυγδαλόλαδο — καθήλωση — εφυαλώνω — καρουλιάζω — εκτονωτικός — ελεφάντειος |
|||