|
παθ. αόρ. от πηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επάγην? — — μονόμετρος — ασήκης — σιδηρόφρακτος — φανταχτερά — μεσαιωνισμός — λαζούρι — ραβάσι — κλαψουρίζω — νεύσις — σημαντήρας — πατρωνυμικό — δικαιώνομαι — αποδοχή — αποδασούμαι — φρεγάτα — προσνεύω — καταπίσω — φαταούλας — θυμαράκι — αγνοούμενος — προϋπαντώ |
|||