|
стоящий; ο υφηλά ~ — высокопоставленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоящий? — ιστάμενος как с (ново)греческого переводится слово ιστάμενος? — стоящий — ανισοπέδωτος — σμίκρυνση — κολόπτω — αποπέμπω — καμπυλότητα — ανθρωπολατρεία — βαθμολογικά — εξιδρωτικός — μελανόδερμοι — ευωδιάζω — αιμοπλαστικός — νεανικότητα — ταραντέλλα — επινίκιος — ξερριζώνω — διάρραμμα — δίσεχτος — αθαβος — γαρίζω — ταώς — σουρεαλισμός |
|||