|
ο кум; крёстный (отец) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кум? — κουμπάρος как на (ново)греческом будет слово крёстный? — κουμπάρος как с (ново)греческого переводится слово κουμπάρος? — кум, крёстный — επωμίδιον — τριχόρροια — νυμφοστολίζω — τάγισμα — αμβλύνους — καρδιοκτύπι — ακονητής — φθινοπωρινός — αιδοίον — αμπολιάζω — συνακολουθώ — σκαλιστήρι — βροντοβόλος — μισοκοίλι — άρπαξ — γνωστικό — τείχος — έφαγα — δαιμόνιο — φουχτιάζω — υπολοχαγός |
|||