Новогреческий словарь
στρυμώχνομαι
στρυμώχνομαι
тесниться, жаться
;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στήν πόρτα — [phrase]все стеснились у двери[/phrase]
;
===
στρύμωξαν τά πράγματα — [phrase]положение осложнилось[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тесниться
? —
στρυμώχνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
жаться
? —
στρυμώχνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
στρυμώχνομαι
? — тесниться, жаться
#
(ново)греческий словарь
—
βρέφος
—
περγαμηνοειδής
—
κεντίδι
—
οχυρώνομαι
—
κυτοβλάστη
—
ακακοκάρδιστος
—
φακελωμένος
—
εξάεδρος
—
φεσοποιείο
—
μεγαλοφάνταστος
—
Λαμπρή
—
τρίχορδος
—
αποτορνεύω
—
μεγαλώνω
—
απεικασμός
—
ένσημος
—
κωλανι
—
αποβολή
—
ριγέ
—
εξαίρετα
—
αστοίβακτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве