|
герметический (о сосудах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово герметический? — αυτόκλειστος как с (ново)греческого переводится слово αυτόκλειστος? — герметический — περιβάλλον — ζυμούμαι — καφετύς — επαρκής — αψόθυμος — συντροφικός — καρύϊνος — καθωσπρεπισμός — γονατισιά — βουβαλόδερμα — αναθαρρεμένος — σεισμόπληκτος — ηλεκτροπαραγωγός — αλειτούργητος — αναφορέας — ψαρόνι — γαϊτανοφρυδούσα — χιονοκρύσταλλος — στηρίζω — κουκούτσι — ξετεντώνω |
|||