|
семнадцать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семнадцать? — δεκαφτά как с (ново)греческого переводится слово δεκαφτά? — семнадцать — επανορθώνω — παρακατιανός — κατσικίσιος — μακιγιάζ — λάκημα — χρεώβαρο — ηγεμονικός — αισθησιασμός — διαλυτός — ξενολάτρης — αείφυλλος — αντίπνοια — κροκοσυλλέκτης — τοπικός — ασπρολίθι — αράσβολος — οικοδόμηση — χωνευτικότητα — πλεονεκτικός — λωποδύτισσα — συνθετικός |
|||