|
не обанкротившийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обанкротившийся? — αχρεωκόπητος как с (ново)греческого переводится слово αχρεωκόπητος? — не обанкротившийся — τώντις — τερατωδώς — ηλιοστάτης — κασσιέρης — εμβρυοκτονία — μπατιράκι — δυσπρόσιτος — ζωογόνηση — μπάς — κουτορνίθι — ειδικός — προσυπογράφω — έγειρα — λινόσπορος — απομώρια — γυμνοσκελής — ακόνισμα — πατρώος — ελαιοδιαχωριστήρας — υπεξαιρώ — εικοσόφραγκο |
|||