|
η 1) мерлушка; 2) мерлушковая шуба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мерлушка? — αρνόγουνα как на (ново)греческом будет слово мерлушковая шуба? — αρνόγουνα как с (ново)греческого переводится слово αρνόγουνα? — мерлушка, мерлушковая шуба — ερωτοχτυπημένος — απομονωμένος — γκελλώ — κρουστικός — κάθαρση — προτήτερα — νεοναζί — διαφωτισμός — τάρταρος — ψυχολογικός — ξεθόλωμα — συνομοταξία — προεμπειρικός — κροκόδειλος — επικυρίαρχος — φώκια — γλιτώνω — ορθοπεταλιά — πλατανών — δυσεπίτευκτος — καβγατζού |
|||