|
рубить лес #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рубить лес? — δεντροκοπώ как с (ново)греческого переводится слово δεντροκοπώ? — рубить лес — συνακτήρας — παράγραφος — χάσιμο — αποθαλασσία — κλειδοκόκκαλο — Σταύρος — εφτασύλλαβος — κατηφένιος — δεματάκι — θαλάσσιος — εγκαθιστώμαι — κουβαλητής — ξεμανταλώνω — σωστικά — αρχιδούκας — βροντοβόλημα — μπράουνιγκ — πισώπλατα — εικοσαετηρίδα — πλακέτα — επιστήμονας |
|||