Новогреческий словарь
ενί
ενί
:???
εν ~ λόγω — одним словом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενί
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περιοδικότητα
—
βράδυ
—
ρεύγομαι
—
βωλοθραύστης
—
εγχελυοτροφείον
—
διατεθειμένος
—
γεωχημεία
—
ελπιδοφόρος
—
ανεύρυνση
—
κνησμονή
—
αδίκως
—
γουρουνόπετσος
—
βρωμόπαιδο
—
αυτοξείδωση
—
σιτέλαιο
—
κρεόζωτον
—
ευπρόσδεχτος
—
κολυμβήτρια
—
ναυτικό
—
δαχτυλιδένιος
—
συναφής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве