|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θελκτικότητα? — — απρογμοσύνη — πρωτόγεννος — προσκοπικός — σπλήνιασμα — υπερσυνταγογράφηση — αχτιδοβόλος — φτύσμα — ευκολοδιόρθωτος — ακατέργαστος — σκουληκομυρμηγκότρυπα — στρατιά — τερατολόγος — δελέασμα — ισιώνω — παραστός — διάνοιγμα — αφερματίζω — χωροδικτύωμα — αλεξικέραυνο — αχνίζω — μεγαλορρημοσύνη |
|||