|
(-ωνος) ο мор. марсель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марсель? — δόλων как с (ново)греческого переводится слово δόλων? — марсель — διαστημόπλοιο — αλά — ρουπάκι — τραχωματικός — ιξός — λαγάρισμα — πρόθεμα — άρπα — γιορτολόγημα — γαϊδουροκαλόκαιρο — ανασύρνω — φτερό — προκαταρτίζω — σαββατόβραδο — μάτ — Άραβες — λιβάδα — αμνηστεύω — αστύλωτος — ξεκρέμασμα — κλειδωμένος |
|||