|
организовывать; ~ στό κόμμα — вовлекать в партию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово организовывать? — οργανώνω как с (ново)греческого переводится слово οργανώνω? — организовывать — αρχιεπίσκοπος — παρμεζάνα — αυλακώδης — άζωνος — σταλαγμόμετρον — μαννάρι — εγγλέζικος — γκάρισμα — εισπνεόμενος — δελφίνος — ασφάραγος — αφρυγάνιστος — παρακινδυνευμένος — αθυτος — γιουρούκος — αντερώτηση — χρυσογόνος — στρυχνίνη — αστρονομικώς — βραδυπλοώ — σαλαγάω |
|||