Новогреческий словарь
οργανώνω
οργανώνω
организовывать
;
~ στό κόμμα — вовлекать в партию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
организовывать
? —
οργανώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
οργανώνω
? — организовывать
#
(ново)греческий словарь
—
βουτηξιά
—
σταθμοδείκτης
—
προστατευτικός
—
παπατρέχας
—
χυδαιολογώ
—
επιστροφή
—
οντογονία
—
αυτολίπαντος
—
ακροθαλασσιά
—
εφτάστερος
—
οφίτης
—
ναυς
—
αποατομικοποιημένος
—
αγαπώ
—
μπροστάντζα
—
ερωτηματολόγιο
—
εκτόξευση
—
σιγοβράζω
—
βαρυχειμωνιά
—
τρωτότητα
—
οκτακόσια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве