|
малодушный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малодушный? — στενόψηχος как с (ново)греческого переводится слово στενόψηχος? — малодушный — επιθυμητός — νερουλιάστρα — λιβελλογράφος — ψωμίζομαι — εγγραφή — γιακέτα — πλιάτσικο — ξυλόγλυπτο — βάπτω — ξεπλατίζω — καταστατικό — καταδεχτικός — απανθράκωση — κρύωμα — συντρίβω — μπήχτης — βενζίνα — ευθυωρία — διάλυμα — γουβί — στοχασμός |
|||