|
ο стружкоуловитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стружкоуловитель? — ψηγματολόγος как с (ново)греческого переводится слово ψηγματολόγος? — стружкоуловитель — συνωστίζομαι — μονιτάρου — δευτεροπαθής — διαφορίζω — ερήμωση — αλιβάνωτος — γραμμογράφηση — μυρίζομαι — νεοκύτταρο — παροικιακός — ξεγελάω — ιζηματογένεση — αποστέργω — αριστοτέχνης — κλιμακτηρικος — αβεβαίωτος — σεξουαλικός — βοτανολόγιο — βλαπτικότητα — κιβωτός — επίκλιση |
|||