|
παθ. αόρ. от ενσπείρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενεσπάρην? — — κερδοσκοπικός — μελανίαση — καμφουρά — προαιώνιος — ωρολογοθήκη — μαζωχτός — παγάνα — εμμάρτυρος — αντικρυστής — αντεπιχειρώ — αδικοπλούτισμα — τηλεφώνημα — ξεστράβωμα — αποκάπνισμα — υδρόχρωμα — αναποζημίωτος — κλωβός — αλεστικά — συφιλιδικός — αλυγισία — διηθητήριον |
|||