|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γηραντικός? — — ανατρομάζω — ζούρλια — άθλο — αλική — ρουσφετολογικός — κατήχηση — εμώ — σόγκραση — φριμαγμός — πολύμορφος — άστιφτος — αναρριχητικός — ασόϊαστος — απιθαμή — φλυτζάνι — βιλλί — γουρουνοασβός — δεκατριετία — δοξομανής — ψώλαρος — καλαποδάς |
|||