|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δερβενάκι? — — βαλμένος — χρηματοσυλλογή — φτώχεψη — λυτρώνω — τεχνουργικός — τραγουδοποιός — ακίνδυνος — βοτανοπώλης — ηδυντικός — προανακρίνω — προϊών — καλοπουλώ — διάνοιγμα — κακκάβη — ψύχρανση — προλετάρισσα — ζεύξιμο — αμυγδαλοθραύστης — αντικατασκοπεία — τριμμένος — προεκτείνω |
|||