Новогреческий словарь
μονύελον
μονύελον
το
монокль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монокль
? —
μονύελον
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονύελον
? — монокль
#
(ново)греческий словарь
—
αμφιταλαντεύομαι
—
πούλια
—
αδημοσίευτος
—
αναπιάνω
—
προχώρεμα
—
γέμος
—
ευανάγνωστος
—
όμφαξ
—
μονόδραμα
—
κουτσομπόλης
—
νεφόκαμα
—
αριθμοθετώ
—
ακρόστυλον
—
ανάτριχος
—
ξανάρχομαι
—
χειραφετημένος
—
ευσωμος
—
άσκαφτος
—
λαφυραγωγημένος
—
διενέργεια
—
εχθές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,