|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλάκι? — — ωτακουστής — ιδιοποιούμαι — προανάφλεξη — αρβυλάδικο — λιόκρουσμα — στήθος — μισητός — εννοια — διπλοκαθίζω — λεπτολόγία — ακρύσταλλος — δυσπείθεια — ζεγγίνης — αλεβάντιαστος — δεκατιστής — σουβλίτσα — αυτοπροσωπογραφία — αναλυώνω — ήδη — στροβιλίζομαι — φυλογένεια |
|||