Новогреческий словарь
ψυλλοφαγωμένος
ψυλλοφαγωμέν|ος
замученный блохами
;
===
κάλλιο ~ παρά λυκοφαγωμένος — погов. [phrase]лучше пусть блохи заедят, чем волки съедят; из двух зол выбирают меньшее[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
замученный блохами
? —
ψυλλοφαγωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψυλλοφαγωμένος
? — замученный блохами
#
(ново)греческий словарь
—
διατριβογράφος
—
ιχθυοκαλλιεργήτρια
—
ισοφαρίζομαι
—
αξεκόλλητος
—
ξινήθρα
—
φιλεκπαιδευτικός
—
παραγνώριση
—
καιροφυλακτώ
—
εγωισμός
—
τοκοχρεωλύσιο
—
αναλγησία
—
καταρράκτη
—
αγιοσύνη
—
πληρωτέος
—
αναμορφωτικός
—
μερκατορικός
—
ψαράκι
—
άσφαλτος
—
γρουξιά
—
εξώτατος
—
ξυλοτομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве