|
: ευθετίζω (τά ιστία) — мор. разворачивать паруса по ветру #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευθετίζω? — — μεταλλοφόρος — κεραυνοβόλημα — ξόανο — ουκρανικός — γαλήνεμός — υδροβιολογικός — εμπορευματολόγος — βόριο — αχάϊδευτος — κακοφορεμένος — αγέλη — υφαλοκρηπίδα — καθημαξευμένος — τοιχοκόλλημα — αποσταθεροποίηση — εγγλέζα — ψωρικός — ρουλεταρτζής — δολίευση — ξεκάθισμα — συχνουρία |
|||