Новогреческий словарь
ετοιμότητα
ετοιμότητα
η 1)
готовность
;
πολεμική ~ — боевая готовность
;
2)
находчивость
;
~ τού πνεύματος — остроумие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
готовность
? —
ετοιμότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
находчивость
? —
ετοιμότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετοιμότητα
? — готовность, находчивость
#
(ново)греческий словарь
—
αχρόνιαστος
—
Οκτώβρης
—
ραχιαλγία
—
αγριοπούλι
—
οπισθοχωρητικός
—
ιώτα
—
περιφρονώ
—
κλωτσηδόν
—
βαριοκαρδίζω
—
μετέωρο
—
ενιώδιος
—
ρεμπούμπλικα
—
σακχαρόπηκτον
—
επιδειξίας
—
ιερομάρτυρας
—
σέσκουλο
—
τυρόπιττα
—
λαχανοσαρμάς
—
αποκρυστάλλωση
—
σταφίδιασμα
—
ακκόρδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве