Новогреческий словарь
ανδράδελφος
ανδράδελφ|ος
ο
деверь, брат мужа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
деверь
? —
ανδράδελφος
как на
(ново)греческом
будет слово
брат мужа
? —
ανδράδελφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανδράδελφος
? — деверь, брат мужа
#
(ново)греческий словарь
—
χρυσοπλούμιστος
—
ψυχογένεια
—
ρομβία
—
ανατροπεύς
—
δράκος
—
ανοισχυντία
—
πειθήνιος
—
ραμφόσχημος
—
ξεσπάνω
—
μαγνολία
—
υπέστην
—
σιόρα
—
φιλόκαλος
—
ορθοδοντικός
—
αποδέκτης
—
ματεριαλιστικός
—
πλατύνω
—
κέρμα
—
υπομίσθωση
—
βραχνόφωνος
—
θρηνολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве