|
противоалкогольный; ~ά μέτρα — меры по борьбе с пьянством #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противоалкогольный? — αντιαλκοολικός как с (ново)греческого переводится слово αντιαλκοολικός? — противоалкогольный — βάτος — ζυμομύκης — προσνήωση — αποσπόρι — παιδοχειρουργός — νοεμβριάτικος — γαλβανοστεγία — αβράκωτος — ομιλουμένη — γεροντοθρόφι — νιόφερτος — παρα- — μαλαγρώνω — άψαχτος — κληματσίδα — εξώνητος — ηδονή — λογάς — εσώρουχο — πνευμονοπλευρίτιδα — σπινθηρογράφημα |
|||