Новогреческий словарь
κλιμακτήρας
κλιμακτήρας
(-ηρος) ο 1)
ступенька
;
2)
марш
(лестницы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ступенька
? —
κλιμακτήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
марш
? —
κλιμακτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλιμακτήρας
? — ступенька, марш
#
(ново)греческий словарь
—
απασπάτευτα
—
ιστιοφορία
—
παιδεραστής
—
χαντούμης
—
αποπιάνω
—
σούς
—
αναποφασιστικότητα
—
περιστατικό
—
στραβάδα
—
μολυβιά
—
γρέτσος
—
εννεοσύλλαβος
—
αναγνωριστικός
—
ιδιοσυγκρασιακός
—
απογύρι
—
αιμοδιάγραμμα
—
ρετουσάρισμα
—
ασύχναστα
—
κουκουλλιάζω
—
ακύμαντος
—
φαγούδικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве